- εγκαταπίπτω
- ἐγκαταπίπτω (AM)πέφτω μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνικάππεσε — ἐγκαταπίπτω fall aor imperat act 2nd sg ἐγκαταπίπτω fall aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνικάππεσεν — ἐγκαταπίπτω fall aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ἐγκαταπίπτοντας — ἐγκαταπί̱πτοντας , ἐγκαταπίπτω fall pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταπίπτουσαι — ἐγκαταπί̱πτουσαι , ἐγκαταπίπτω fall pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)